η / χορτασία, ΝΜΑχορτασμόςαρχ.φαγητό με το οποίο χορταίνει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάζω. Ο νεοελλ. τ. χορτασιά < αρχ. χορτασία με συνίζηση].