χορτοβολώνας
Greek Monolingual
ο / χορτοβολών, -ῶνος, ΝΜΑ
αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ών (πρβλ. σιτοβολών)].
ο / χορτοβολών, -ῶνος, ΝΜΑ
αποθήκη ξερού χόρτου, χορταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ών (πρβλ. σιτοβολών)].