χριστόψαρο

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Zeus faber, αλλ. αγιόψαρο και σανπιέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης].