αγιόψαρο

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

το
το χριστόψαρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + ψάρι].