χρονία

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσία)].