χρονοδιάγραμμα
Greek Monolingual
το, Ν
1. γραφική παράσταση της οποίας ο άξονας τεταγμένων υποδιαιρείται σε κλάσματα χρόνου, έτσι ώστε οι διακυμάνσεις του μετρούμενου στον άξονα τών τετμημένων μεγέθους να απεικονίζονται κατά τη σειρά της χρονικής τους διαδοχής
2. (γενικά) προγραμματισμένος καθορισμός τών χρονικών ορίων πραγματοποίησης τών επιμέρους ενεργειών για την ολοκλήρωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronogram < χρόνος + -γράμμα, που αποδόθηκε με τη λ. διάγραμμα.