χρονολόγηση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του χρονολογώ, καθορισμός χρονολογίας, η τοποθέτηση τών γεγονότων στον χρόνο
2. (σχετικά με έγγραφο) αναγραφή χρονολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].