Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χρονομέτρης
Greek Monolingual
ο, Ν (ιδίως σχετικά με αθλητικά αγωνίσματα) ειδικός που μετρά την ακριβή χρονική διάρκεια μιας ενέργειας με χρονόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ.<χρόνος+ -μέτρης (<μέτρο), πρβλ. γεω-μέτρης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδαΑκρόπολις].