χρυσοστεφής
English (LSJ)
χρυσοστεφές, = χρυσοστέφανος (gold-crowned, in which the prize was a crown of gold), γέρας meed of a golden crown, S. Ichn. 45, cf. PMagPar. 1.2271 ; winner of a golden crown, PLond. 3.1243.4 (iii AD).
Spanish
Greek Monolingual
-ές, Α
στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στεφής (< στέφος τὸ < στέφω), πρβλ. λευκοστεφής].
Léxico de magia
-ές que lleva una corona de oro de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἄμβροτε, ἐπήκοε, Περσία, νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή a ti te suplico, inmortal, atenta, Persa, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro P IV 2271