χρυσοφάσγανος

English (LSJ)

χρυσοφάσγανον, with sword of gold, Sch.D Il.5.509.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Schwerte, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφάσγᾰνος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν φάσγανον, χρυσοῦν ξίφος, Σχόλ. Ἰλ. Ε. 509 πρὸς ἐρμηνείαν τοῦ χρυσάορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κρατάει χρυσό σπαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φάσγανος (< φάσγανον «μαχαίρι, σπαθί, ξίφος»)].