χρυσόζυγος
English (LSJ)
χρυσόζυγον, with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au joug d'or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόζῠγος: с золотым или с золоченым ярмом (ἅρμα HH, Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσόζυγος].
Greek Monotonic
χρῡσόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει ζυγό από χρυσό, σε Ξεν.