χρυσόχειρ

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, with gold on the hands, i.e. with gold rings, Luc.Tim.20.

German (Pape)

[Seite 1383] ειρος, mit goldenen Händen, bes. mit goldenen Ringen an den Händen, Luc. Tim. 20.

French (Bailly abrégé)

όχειρος (ὁ, ἡ)
aux mains (chargées) d'or, càd d'anneaux d'or.
Étymologie: χρυσός, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόχειρ: χειρος adj. с золотыми украшениями на руках (πορφυροῖ καὶ χρυσόχειρες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσὸν ἐπὶ τῶν χειρῶν, φορῶν χρυσοῦς δακτυλίους, καὶ ὅμως πορφυροῖ καὶ χρυσόχειρες περιέρχονται Λουκ. Τίμων 20.

Greek Monolingual

-χειρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χρυσά δαχτυλίδια και βραχιόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ῥοδόχειρ].

Greek Monotonic

χρῡσόχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσά δαχτυλίδια, σε Λουκ.