χωριατοφέρνω
Greek Monolingual
Ν
(αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικροφέρνω)].
Ν
(αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικροφέρνω)].