χωροφύλακας

Greek Monolingual

χωροφύλακας, ο και η / χωροφύλαξ, -ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν
νεοελλ.
οπλίτης της χωροφυλακής
μσν.-αρχ.
ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χῶρος + φύλαξ, -ακας (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].