χύσιμο

Greek Monolingual

το, Ν
1. χύση
2. εκσπερμάτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ- του αορ. έ-χυσ-α του χύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].