χύση

From LSJ

Greek Monolingual

η / χύσις, -εως, ΝΜΑ
1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο
2. η χύτευση
νεοελλ.
1. (διαλ.) ραγδαία βροχή
2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους του φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης
3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
μσν.
(για διάττοντα αστέρα) πτώση
μσν.-αρχ.
1. μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος (α. «χύσιν ἄρτων», Νόνν.
β. «χύσιν φαυλότητος ἔχοντες», Πορφ.
γ. «λείπει σαρκῶν χύσις», Ρουφ.)
2. η πάροδος του χρόνου (α. «ἡ ῥέουσα τοῦ βίου χύσις», Πισίδ. Γ.
β. «πάντα μῡθος χρονίη τε χύσις... ἥρπασεν», Αγαθ.)
3. χυμένο υγρό, χύμα (α. «πηγαία χύσις», Ευστ.
β. «πετραίην χύσιν ὕδατος», Απολλ. Ρόδ.)
4. πλουσιοπάροχη δωρεά («πλείστη... ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος χύσις», Κύριλλ.)
αρχ.
1. (για στερεά) συσσώρευση, σωρός (α. «τύμβος ἔην, νῦν δ' εἰμὶ λίθων χύσις», Γρηγ. Ναζ.
β. «χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων», Ομ. Ιλ.)
3. σπατάλη («χύσιν ἐργάσασθαι τῆς οὐσίας πολλήν», Αλκίφρ.)
4. μτφ. (για ύφος λόγου) ευφράδεια, ομαλή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω (πρβλ. ῥύσις: ῥέω). Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ā-huti- «προσφορά στον θεό, αφιέρωμα»].