η, Ν χυτεύω(μεταλργ.-τεχνολ.) έγχυση τηγμένου μετάλλου ή πλαστικού υλικού σε τύπο, σε καλούπι, προκειμένου αυτό να προσλάβει, μετά την στερεοποίηση του, το αντίστοιχο σχήμα, αλλ. χύση (α. «χύτευση υπό πίεση» β. «συνεχής χύτευση»).