ψήστης

Greek Monolingual

ο, Ν
1. σκεύος για το καβούρντισμα του καφέ, καβουρντιστήρι
2. υπάλληλος ψησταριάς που αναλαμβάνει το ψήσιμο του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ἕψω / ψήνω + επίθημα -της].