ψαθάκι

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. το φυτό ψάθα
2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδάκι)].