ψαλτήρ

German (Pape)

[Seite 1391] ῆρος, ὁ, der Spieler eines Saiteninstruments. Auch das Saiteninstrument selbst, Sp.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ψάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἐπαγγελτήρ)].