ψαρής
Greek Monolingual
-ιά, -ί, και ψαρύς, -ιά, -ύ, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός
2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος
3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής
το γκρίζο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός (< ψάρ «είδος πουλιού») + κατάλ. -ής, δηλωτική χρώματος, ενώ αρχικός τ. του συστήματος είναι το ουδ. ψαρί (πρβλ. θαλασσί: θαλασσής). Ο τ. ψαρύς κατά τα επίθ. σε -ύς].