ψαρομάλλης

Greek Monolingual

και ψαρόμαλλος, ο, θηλ. ψαρομαλλούσα, Ν
γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -μάλλης/ -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. κοκκινομάλλης].