ψεκαστήρας

Greek Monolingual

ο, και σπάν. τ. θηλ. ψεκαστήρα, η, Ν
1. (γεωπ.) συσκευή χρησιμοποιούμενη στη γεωργία για τη διασπορά, σε σταγονίδια, υγρών προϊόντων, λ.χ. φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων
2. τεχνολ. συσκευή για την εκτόξευση βαφής
3. ιατρ. α) συσκευή κατάλληλη για την εκτόξευση θεραπευτικών ατμών ή νεφών
β) συσκευή τοπικής αναισθησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεκάζω + επίθημα -τηρ(ας) (πρβλ. βραστήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ψεκαστήρ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].