Ν ψηλός1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, το καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο»)2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί»)3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο.