ψηλώνω

Greek Monolingual

Ν ψηλός
1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, το καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο»)
2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί»)
3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο.