[ῑ] ἄρτος, = αὐτόπυρος, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτοςοἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»].