ψυχοδαΐκτης

German (Pape)

[Seite 1404] ὁ, die Seele zerstörend, tödtend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui déchire l'âme.
Étymologie: ψυχή, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχοδαΐκτης: δαΐζω душераздирающий, т. е. (предполож.) оглушительно кричащий (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων ἢ φονεύων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)].