ψυχοθεραπεία

Greek Monolingual

η, Ν
1. το σύνολο τών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών ψυχικών νόσων
2. ιατρ. θεραπεία που ασκείται με ψυχολογικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychotherapie < psycho- (< ψυχή + θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].