ψυχοκτόνος
German (Pape)
[Seite 1404] die Seele tödtend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Κύριλλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψυχοκτόνος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που καταστρέφει την ψυχή, ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.