ψυχοπαθής
Greek Monolingual
-ές, Ν
ιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
-ές, Ν
ιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].