ψυχοτόκος

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτόκος: -ον, = ψυχογόνος, Ἰω. Γεωμέτρ. Ὕμν. 2. 48.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ψυχογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατοτόκος.