ψυχογόνος
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
ον, = ψυχογόνιμος (producing life, producing spirit), Corp.Herm. 13.12.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχογόνος: -ον, τῷ προηγ., ἡ γὰρ δεκάς ἐστι ψυχογόνος Ἑρμ. Τρισμέγ. σ. 122, 8.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γεννά ψυχή («ἡ γὰρ δεκάς ἐστι ψυχογόνος», Ερμ. Τρισμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωογόνος.