ψυχροπότης
English (LSJ)
ψυχροπότου, ὁ, cold-water drinker, Plu.2.690b, cj. for ψυχαπάτης in AP12.81 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1405] ὁ, der kalt trinkt, bes. der kaltes Wasser trinkt, Plut. Symp. 6, 4,1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui boit de l'eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, πίνω.
Russian (Dvoretsky)
ψυχροπότης: ου ὁ пьющий холодную воду Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχροπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων ψυχρὸν ὕδωρ, Πλούτ. 2. 690Β, καὶ ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ ψυχαπάτης, ἐν Ἀνθ. Παλατ. 12. 81.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πίνει κρύο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. ψυχοπότης.