ψυχώ

Greek Monolingual

(I)
-όω, ΜΑ
βλ. ψυχώνω.
(II)
-όω, Α ψύχος
(συν. το παθ.) ψυχοῦμαι, -όομαι
γίνομαι ψυχρός, κρύος («θερμανθὲν καὶ αὖθις ψυχωθέν», Ιπποκρ.).