το/ ᾠάριον, ΝΜΑυποκορ. μικρό αβγό, αβγουλάκινεοελλ.βιολ. ο θηλυκός γαμέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].