ωλέκρανο

Greek Monolingual

το / ὠλέκρανον, ΝΑ, και ολέκρανο και ωλενόκρανο Ν, και ὀλέκρανον και ὠλενόκρανον Α
ανατ. προεξέχουσα απόφυση του άνω άκρου της ωλένης, που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος της άρθρωσης του αγκώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλενό-κρανον, με συλλαβική ανομοίωση (πρβλ. κιόκρανον < κιονό-κρανον) < ὠλένη + -κρανον (< κρᾶνον, πρβλ. κρανίον)].