-ές, Αβουτηγμένος στο ασπράδι του αβγού («ᾠοβραχὲς ἔριον», Παύλ. Αιγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. μυροβραχής].