ωρυγή

Greek Monolingual

η / ὠρυγή, ΝΑ
άγρια φωνή, ουρλιαχτό ζώου
αρχ.
1. (ιδίως) η φωνή τών λύκων ή τών σκύλων
2. (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἐρεύ-γ-ομαι (II), ὀρυμαγδός)].