Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ωτεγχύτης
Greek Monolingual
ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ νεοελλ. είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση του εσωτερικού του αφτιού αρχ. είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί. [ΕΤΥΜΟΛ.<οὖς, ὠτός «αφτί» +ἐγχύνω+ κατάλ. -της].