ὠτεγχύτης

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτεγχύτης Medium diacritics: ὠτεγχύτης Low diacritics: ωτεγχύτης Capitals: ΩΤΕΓΧΥΤΗΣ
Transliteration A: ōtenchýtēs Transliteration B: ōtenchytēs Transliteration C: otegchytis Beta Code: w)tegxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, ear-syringe, Dsc.Eup.1.56, Gal.6.439, Hermes38.284.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτεγχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὄργανον δι’ οὗ ἐγχεῖταί τι εἰς τὸ οὖς, τοῦ συνήθους ὀργάνου καλουμένου ὑπὸ πάντων ὠτεγχύτου Γαλην. τ. 6, σ. 437, 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ
νεοελλ.
είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση του εσωτερικού του αφτιού
αρχ.
είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. -της].

German (Pape)

ὁ, Ohrenspritze, Galen.