ὠτεγχύτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, ear-syringe, Dsc.Eup.1.56, Gal.6.439, Hermes38.284.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτεγχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὄργανον δι’ οὗ ἐγχεῖταί τι εἰς τὸ οὖς, τοῦ συνήθους ὀργάνου καλουμένου ὑπὸ πάντων ὠτεγχύτου Γαλην. τ. 6, σ. 437, 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 431.
Greek Monolingual
ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ
νεοελλ.
είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση του εσωτερικού του αφτιού
αρχ.
είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. -της].
German (Pape)
ὁ, Ohrenspritze, Galen.