ωτόγλυφον

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
ωτογλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + -γλυφον (< -γλυφός < γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. περί-γλυφον].