замкнутый
Russian > Greek
κατοικίδιος, περιηγής, ἀνέξοδος, ἀπραγμάτευτος, ἀνέντευκτος, δυσέντευκτος, δυσεπίμικτος, ἀνομίλητος, ἀνεπίμικτος, αὐτοτελής, μυχότροπος
κατοικίδιος, περιηγής, ἀνέξοδος, ἀπραγμάτευτος, ἀνέντευκτος, δυσέντευκτος, δυσεπίμικτος, ἀνομίλητος, ἀνεπίμικτος, αὐτοτελής, μυχότροπος