δυσέντευκτος

English (LSJ)

δυσέντευκτον, unpleasant to meet, physically repulsive, δ. καὶ ἀηδής Thphr. Char.19; but more usually unpleasant to deal with, Plb. 5.34.4, Plu.2.27e; τὸ δ. Ph.2.520, J.AJ13.2.1.

Spanish (DGE)

-ον
desagradable en el trato, intratable δ. καὶ ἀηδής Thphr.Char.19.3, ὑπνώδους φύσει ... καὶ δυσεντεύκτου διὰ τοῦτο πολλάκις ὄντος Plu.2.27e, c. dat. τοῖς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.34.4, ξένοις Ast.Am.Hom.3.5.1, δ. καὶ δυσπρόσοδος Plu.Nic.5, Dio 17, de mujeres, Sch.Il.2.514
subst. τὸ δ. innaccesibilidad, comportamiento distante Ph.2.520, I.AI 13.35.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zugänglich, von Menschen, die schwer zu sprechen, mürrisch, unfreundlich sind, Pol. 5, 34 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un accès difficile, peu affable, peu abordable.
Étymologie: δυσ-, ἐντυγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσέντευκτος: необщительный, замкнутый, недоступный Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέντευκτος: -ον, δυσομίλητος, ἀπροσήγορος, «ἀμίλητος», δ. καὶ ἀηδὴς Θεόφρ. Χαρ. 19· πρβλ. Πολύβ. 5. 34, 4.

Greek Monolingual

δυσέντευκτος, -ον (Α)
1. αυτός που αποφεύγει τις συναντήσεις και τις συνομιλίες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέντευκτον
η ιδιότητα του δυσέντευκτου.

Greek Monotonic

δυσέντευκτος: -ον, αμίλητος, αυτός που δύσκολα μιλιέται, ακοινώνητος, μισάνθρωπος, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

δυσ-έντευκτος, ον
hard to speak with, Theophr.