избыток
Russian > Greek
ἐπι-, περιουσία, πλεονασμός, περισσά, περιττά, προσόν, δαψίλεια, ὑπερβολή, ὑπέρεξις, περισσότης, περιττότης, πλεονεξία, ὑπεροχή
ἐπι-, περιουσία, πλεονασμός, περισσά, περιττά, προσόν, δαψίλεια, ὑπερβολή, ὑπέρεξις, περισσότης, περιττότης, πλεονεξία, ὑπεροχή