наемный
Russian > Greek
ξενικός, ὠνητός, μισθαρνικός, μισθωτικός, θητικός, μισθοφορικός, μισθωτός, ἐπακτός, ὑπόμισθος, μισθοφόρος, ὑπηρετικός, ἔμμισθος
ξενικός, ὠνητός, μισθαρνικός, μισθωτικός, θητικός, μισθοφορικός, μισθωτός, ἐπακτός, ὑπόμισθος, μισθοφόρος, ὑπηρετικός, ἔμμισθος