ὑπόμισθος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόμισθος Medium diacritics: ὑπόμισθος Low diacritics: υπόμισθος Capitals: ΥΠΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: hypómisthos Transliteration B: hypomisthos Transliteration C: ypomisthos Beta Code: u(po/misqos

English (LSJ)

ὑπόμισθον,
A serving for pay, hired, of persons, Luc.Merc.Cond. 53 ὑ. ὀβολῶν δ hired for 4 obols, Id.Tim.6.
2 ὑ. ἔργον farmed out, Id.Alex.49.

German (Pape)

[Seite 1226] gedungen, besoldet, Luc. merc. cond. 5 Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit un salaire : ὀβολῶν τεσσάρων LUC de quatre oboles.
Étymologie: ὑπό, μισθός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόμισθος:
1 получающий жалование, наемный (ἐνδεὴς καὶ ὑ. Luc.): ὑ. ὀβολῶν τεττάρων Luc. получающий четыре обола (в день);
2 оплачиваемый, платный (τὸ ἔργον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόμισθος: -ον, ὁ ὑπηρετῶν ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5· ὑπ. ὀβολῶν δ’, ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ τεσσάρων ὀβολῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 6. 2) ὑπ. ἔργον, ἐπί μισθῷ τελούμενον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόμισθος, -ον, ΝΑ
μισθωτός
αρχ.
φρ. «ὑπόμισθον ἔργον» — έργο που εκτελείται με παροχή μισθού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μισθός (πρβλ. ἔμμισθος)].

Greek Monotonic

ὑπόμισθος: -ον, αυτός που υπηρετεί έναντι αμοιβής, πληρωμής, μισθού, μισθωτός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπό-μισθος, ον,
serving for pay, hired, Luc.