направляющий
Russian > Greek
ποδηγός, ποδαγός, ἡγεμών, ἀρχιτεκτονικός, εὐθυντήρ, εὐναῖος, μεταστρεπτικός, ἐπιήρανος, ναύκληρος, διοικητικός
ποδηγός, ποδαγός, ἡγεμών, ἀρχιτεκτονικός, εὐθυντήρ, εὐναῖος, μεταστρεπτικός, ἐπιήρανος, ναύκληρος, διοικητικός