μεταστρεπτικός
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
μεταστρεπτική, μεταστρεπτικόν, fit for turning another way, fit for directing, ἐπί τι Pl.R. 525a.
German (Pape)
[Seite 154] ή, όν, zum Umkehren geschickt, umwendend, ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 525 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à diriger dans un autre sens.
Étymologie: μεταστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
μεταστρεπτικός: поворачивающий, направляющий (ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρεπτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ μεταστρέφειν, εἰς τὸ διευθύνειν, ἐπί τι Πλάτ. Πολ. 525Α.
Greek Monolingual
μεταστρεπτικός, -ή, -όν (Α) μεταστρέφω
αυτός που είναι επιτήδειος ή κατάλληλος στο να μεταστρέφει ή αυτός που είναι αρμόδιος στο να διευθύνει («τῶν ἀγωγῶν ἄν εἴη καὶ μεταστρεπτικῶν ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν ἤ περί τὸ ἕν μάθησις», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταστρεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος να αλλάξει κατεύθυνση, κατάλληλος να καθοδηγεί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μεταστρεπτικός, ή, όν
fit for turning another way, fit for directing, Plat. [from μεταστρέφω