огненный
Russian > Greek
διάπυρος, φλογοειδής, ἄπυρος, πυρφόρος, πυρίφλεκτος, πύρινος, ζάπυρος, πυρόεις, φλεγυρός, πυρώδης, πυρίφλογος, φλογώδης, φλογωπός, πυριγόνος, ἔμπυρος
διάπυρος, φλογοειδής, ἄπυρος, πυρφόρος, πυρίφλεκτος, πύρινος, ζάπυρος, πυρόεις, φλεγυρός, πυρώδης, πυρίφλογος, φλογώδης, φλογωπός, πυριγόνος, ἔμπυρος