φλογοειδής
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
φλογοειδές,
A like flame, fiery-hot, Plu.2.695c, etc.; φέγγος Ph.2.107; of colour, flame-coloured, fiery-red, Arist.Col.791a8, 792a28, Phgn.812a23, Thphr. Sens.78.
2 inflamed, Hp.Morb.3.7.
German (Pape)
[Seite 1292] ές, flammenartig, flammenähnlich, feuerrot, Plut. Symp. 6, 8,6 Mar. 17; übertr., hitzig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d'un rouge de feu;
2 qui lance la flamme, étincelant, éclatant.
Étymologie: φλόξ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
φλογοειδής:
1 горящий, пылающий, яркий (λαμπάς Plut.);
2 горящий как жар, сверкающий (αἰχμαί, ὅπλα Plut.);
3 жгучий (τὸ πνεῦμα Plut.);
4 похожий на огонь, огненный (τὸ χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φλογοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, Πλούτ. 2. 695C, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 1. 2., 2. 5, Φυσιογν. 6. 34. 2) φλεγμαίνων, διατελῶν ἐν φλεγμονῇ, Ἱππ. 489. 37.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που έχει την όψη φλόγας, πυρώδης
2. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, φλόγινος
αρχ.
1. (ως ιατρ. όρος) αυτός που έχει φλόγωση («φλογοειδέα ἐρυθήματα», Ιπποκρ.)
2. μτφ. δριμύτατος («κατὰ ἀλκὴν σώματος καὶ θυμοῦ τραχύτητα φλογοειδὴς ἦν», Ευνάπ.).
επίρρ...
φλογοειδῶς Μ
μτφ. με πάθος, διακαώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -ειδής].