плащ
Russian > Greek
φάρος, λῇδος, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, εἷμα, σάγμα, λωμάτιον, λώπη, ἐπιπόρπημα, ἐπιπόρπωμα, καράκαλλον, ἱμάτιον, χλαμύς
φάρος, λῇδος, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, εἷμα, σάγμα, λωμάτιον, λώπη, ἐπιπόρπημα, ἐπιπόρπωμα, καράκαλλον, ἱμάτιον, χλαμύς